Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πυρρίζω
Πυρρικός
πυρρίχη
πυρριχιακός
πυρριχίζω
πυρριχιοανάπαιστος
πυρρίχιος
πυρριχισμός
πυρριχιστής
πυρριχιστικός
πύρριχος
πυρρόγειος
πυρρογένειος
πυρρόθριξ
πυρροκόραξ
πυρρόξανθος
πυρρόομαι
πυρροπίπης
πυρροποίκιλος
πυρροπτέρυξ
πυρρός
View word page
πύρριχος
red
ShortDef
red
Debugging
Headword:
πύρριχος
Headword (normalized):
πύρριχος
Headword (normalized/stripped):
πυρριχος
IDX:
77845
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77846
Key:
Data
{'content': 'red'}