Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυρριάω
πυρρίζω
Πυρρικός
πυρρίχη
πυρριχιακός
πυρριχίζω
πυρριχιοανάπαιστος
πυρρίχιος
πυρριχισμός
πυρριχιστής
πυρριχιστικός
πύρριχος
πυρρόγειος
πυρρογένειος
πυρρόθριξ
πυρροκόραξ
πυρρόξανθος
πυρρόομαι
πυρροπίπης
πυρροποίκιλος
πυρροπτέρυξ
View word page
πυρριχιστικός
of or like a πυρριχιστής, pyrrhic dancer

ShortDef

of or like a πυρριχιστής, pyrrhic dancer

Debugging

Headword:
πυρριχιστικός
Headword (normalized):
πυρριχιστικός
Headword (normalized/stripped):
πυρριχιστικος
IDX:
77844
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77845
Key:

Data

{'content': 'of or like a πυρριχιστής, pyrrhic dancer'}