Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πυρραία
πυρράκειος
πυρράκης
πυρρίας
πυρριάω
πυρρίζω
Πυρρικός
πυρρίχη
πυρριχιακός
πυρριχίζω
πυρριχιοανάπαιστος
πυρρίχιος
πυρριχισμός
πυρριχιστής
πυρριχιστικός
πύρριχος
πυρρόγειος
πυρρογένειος
πυρρόθριξ
πυρροκόραξ
πυρρόξανθος
View word page
πυρριχιοανάπαιστος
the foot
ShortDef
the foot
Debugging
Headword:
πυρριχιοανάπαιστος
Headword (normalized):
πυρριχιοανάπαιστος
Headword (normalized/stripped):
πυρριχιοαναπαιστος
IDX:
77840
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77841
Key:
Data
{'content': 'the foot'}