Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Πύρρα
πυρράζω
πυρραία
πυρράκειος
πυρράκης
πυρρίας
πυρριάω
πυρρίζω
Πυρρικός
πυρρίχη
πυρριχιακός
πυρριχίζω
πυρριχιοανάπαιστος
πυρρίχιος
πυρριχισμός
πυρριχιστής
πυρριχιστικός
πύρριχος
πυρρόγειος
πυρρογένειος
πυρρόθριξ
View word page
πυρριχιακός
pyrrhic

ShortDef

pyrrhic

Debugging

Headword:
πυρριχιακός
Headword (normalized):
πυρριχιακός
Headword (normalized/stripped):
πυρριχιακος
IDX:
77838
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77839
Key:

Data

{'content': 'pyrrhic'}