Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυρπόλημα
πυρπόλησις
πυρπόλος
πύρρα
Πύρρα
πυρράζω
πυρραία
πυρράκειος
πυρράκης
πυρρίας
πυρριάω
πυρρίζω
Πυρρικός
πυρρίχη
πυρριχιακός
πυρριχίζω
πυρριχιοανάπαιστος
πυρρίχιος
πυρριχισμός
πυρριχιστής
πυρριχιστικός
View word page
πυρριάω
to be or become red

ShortDef

to be or become red

Debugging

Headword:
πυρριάω
Headword (normalized):
πυρριάω
Headword (normalized/stripped):
πυρριαω
IDX:
77834
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77835
Key:

Data

{'content': 'to be or become red'}