Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυρπολέω
πυρπόλημα
πυρπόλησις
πυρπόλος
πύρρα
Πύρρα
πυρράζω
πυρραία
πυρράκειος
πυρράκης
πυρρίας
πυρριάω
πυρρίζω
Πυρρικός
πυρρίχη
πυρριχιακός
πυρριχίζω
πυρριχιοανάπαιστος
πυρρίχιος
πυρριχισμός
πυρριχιστής
View word page
πυρρίας
red-coloured serpent

ShortDef

red-coloured serpent

Debugging

Headword:
πυρρίας
Headword (normalized):
πυρρίας
Headword (normalized/stripped):
πυρριας
IDX:
77833
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77834
Key:

Data

{'content': 'red-coloured serpent'}