Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πύρπνοος
πυρπολέω
πυρπόλημα
πυρπόλησις
πυρπόλος
πύρρα
Πύρρα
πυρράζω
πυρραία
πυρράκειος
πυρράκης
πυρρίας
πυρριάω
πυρρίζω
Πυρρικός
πυρρίχη
πυρριχιακός
πυρριχίζω
πυρριχιοανάπαιστος
πυρρίχιος
πυρριχισμός
View word page
πυρράκης
red. ruddy

ShortDef

red. ruddy

Debugging

Headword:
πυρράκης
Headword (normalized):
πυρράκης
Headword (normalized/stripped):
πυρρακης
IDX:
77832
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77833
Key:

Data

{'content': 'red. ruddy'}