Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυρπάλαμος
πύρπνοος
πυρπολέω
πυρπόλημα
πυρπόλησις
πυρπόλος
πύρρα
Πύρρα
πυρράζω
πυρραία
πυρράκειος
πυρράκης
πυρρίας
πυρριάω
πυρρίζω
Πυρρικός
πυρρίχη
πυρριχιακός
πυρριχίζω
πυρριχιοανάπαιστος
πυρρίχιος
View word page
πυρράκειος
red-haired man

ShortDef

red-haired man

Debugging

Headword:
πυρράκειος
Headword (normalized):
πυρράκειος
Headword (normalized/stripped):
πυρρακειος
IDX:
77831
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77832
Key:

Data

{'content': 'red-haired man'}