Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πυροφόρος2
πυρόω
πυρπαλαμάομαι
πυρπάλαμος
πύρπνοος
πυρπολέω
πυρπόλημα
πυρπόλησις
πυρπόλος
πύρρα
Πύρρα
πυρράζω
πυρραία
πυρράκειος
πυρράκης
πυρρίας
πυρριάω
πυρρίζω
Πυρρικός
πυρρίχη
πυρριχιακός
View word page
Πύρρα
Pyrrha
ShortDef
a red-coloured bird
Pyrrha
Debugging
Headword:
Πύρρα
Headword (normalized):
πύρρα
Headword (normalized/stripped):
πυρρα
IDX:
77828
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77829
Key:
Data
{'content': 'Pyrrha'}