Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυροφορέω
πυροφορέω2
πυροφορικός
πυροφόρος
πυροφόρος2
πυρόω
πυρπαλαμάομαι
πυρπάλαμος
πύρπνοος
πυρπολέω
πυρπόλημα
πυρπόλησις
πυρπόλος
πύρρα
Πύρρα
πυρράζω
πυρραία
πυρράκειος
πυρράκης
πυρρίας
πυρριάω
View word page
πυρπόλημα
a watchfire, beacon

ShortDef

a watchfire, beacon

Debugging

Headword:
πυρπόλημα
Headword (normalized):
πυρπόλημα
Headword (normalized/stripped):
πυρπολημα
IDX:
77824
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77825
Key:

Data

{'content': 'a watchfire, beacon'}