Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυροτομία
πυροφθόρος
πυροφοβέω
πυροφορέω
πυροφορέω2
πυροφορικός
πυροφόρος
πυροφόρος2
πυρόω
πυρπαλαμάομαι
πυρπάλαμος
πύρπνοος
πυρπολέω
πυρπόλημα
πυρπόλησις
πυρπόλος
πύρρα
Πύρρα
πυρράζω
πυρραία
πυρράκειος
View word page
πυρπάλαμος
wrought from fire

ShortDef

wrought from fire

Debugging

Headword:
πυρπάλαμος
Headword (normalized):
πυρπάλαμος
Headword (normalized/stripped):
πυρπαλαμος
IDX:
77821
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77822
Key:

Data

{'content': 'wrought from fire'}