Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυρότης
πυροτομία
πυροφθόρος
πυροφοβέω
πυροφορέω
πυροφορέω2
πυροφορικός
πυροφόρος
πυροφόρος2
πυρόω
πυρπαλαμάομαι
πυρπάλαμος
πύρπνοος
πυρπολέω
πυρπόλημα
πυρπόλησις
πυρπόλος
πύρρα
Πύρρα
πυρράζω
πυρραία
View word page
πυρπαλαμάομαι
to play tricks with fire, play mischievous tricks

ShortDef

to play tricks with fire, play mischievous tricks

Debugging

Headword:
πυρπαλαμάομαι
Headword (normalized):
πυρπαλαμάομαι
Headword (normalized/stripped):
πυρπαλαμαομαι
IDX:
77820
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77821
Key:

Data

{'content': 'to play tricks with fire, play mischievous tricks'}