Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πυροσιτόχροος
πυροσπορέω
πυρόσπορος
πυροστρόφον
πυρότης
πυροτομία
πυροφθόρος
πυροφοβέω
πυροφορέω
πυροφορέω2
πυροφορικός
πυροφόρος
πυροφόρος2
πυρόω
πυρπαλαμάομαι
πυρπάλαμος
πύρπνοος
πυρπολέω
πυρπόλημα
πυρπόλησις
πυρπόλος
View word page
πυροφορικός
of πυροφόροι
ShortDef
of πυροφόροι
Debugging
Headword:
πυροφορικός
Headword (normalized):
πυροφορικός
Headword (normalized/stripped):
πυροφορικος
IDX:
77816
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77817
Key:
Data
{'content': 'of πυροφόροι'}