Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυρόμαντις
πυρομέτρης
πυροπεμψίφλογος
πυροπίπης
πυροπωλεῖον
πυροπωλέω
πυροπώλης
πυρορραγής
πυρός
πυροσιτόχροος
πυροσπορέω
πυρόσπορος
πυροστρόφον
πυρότης
πυροτομία
πυροφθόρος
πυροφοβέω
πυροφορέω
πυροφορέω2
πυροφορικός
πυροφόρος
View word page
πυροσπορέω
sow with wheat

ShortDef

sow with wheat

Debugging

Headword:
πυροσπορέω
Headword (normalized):
πυροσπορέω
Headword (normalized/stripped):
πυροσπορεω
IDX:
77807
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77808
Key:

Data

{'content': 'sow with wheat'}