Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πυροκαπηλεύω
πυροκλοπία
πυρολαβίς
πυρολόγος
πυρομαντεία
πυρόμαντις
πυρομέτρης
πυροπεμψίφλογος
πυροπίπης
πυροπωλεῖον
πυροπωλέω
πυροπώλης
πυρορραγής
πυρός
πυροσιτόχροος
πυροσπορέω
πυρόσπορος
πυροστρόφον
πυρότης
πυροτομία
πυροφθόρος
View word page
πυροπωλέω
to deal in wheat
ShortDef
to deal in wheat
Debugging
Headword:
πυροπωλέω
Headword (normalized):
πυροπωλέω
Headword (normalized/stripped):
πυροπωλεω
IDX:
77802
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77803
Key:
Data
{'content': 'to deal in wheat'}