Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγριόω
Ἀγρίππας
Ἀγριππιασταί
ἄγριππος
ἀγρίς
ἀγρίτης
ἀγρίφη
ἀγριώδης
ἀγριωπός
ἀγροβόας
ἀγροβότης
ἀγρογείτων
ἀγροδίαιτος
ἀγροδότης
ἀγρόθεν
ἄγροθι
ἀγροικεύομαι
ἀγροικηρός
ἀγροικία
ἀγροικίζομαι
ἀγροικικός
View word page
ἀγροβότης
feeding in the field, dwelling in the country

ShortDef

feeding in the field, dwelling in the country

Debugging

Headword:
ἀγροβότης
Headword (normalized):
ἀγροβότης
Headword (normalized/stripped):
αγροβοτης
IDX:
777
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-778
Key:

Data

{'content': 'feeding in the field, dwelling in the country'}