Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυρόδρομον
πυροειδής
πυρόεις
πυροεργής
πυροκαπηλεύω
πυροκλοπία
πυρολαβίς
πυρολόγος
πυρομαντεία
πυρόμαντις
πυρομέτρης
πυροπεμψίφλογος
πυροπίπης
πυροπωλεῖον
πυροπωλέω
πυροπώλης
πυρορραγής
πυρός
πυροσιτόχροος
πυροσπορέω
πυρόσπορος
View word page
πυρομέτρης
one who measures wheat

ShortDef

one who measures wheat

Debugging

Headword:
πυρομέτρης
Headword (normalized):
πυρομέτρης
Headword (normalized/stripped):
πυρομετρης
IDX:
77798
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77799
Key:

Data

{'content': 'one who measures wheat'}