Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυροβολέω
πυροβόλος
πυροβόρος
πυρογενής
πυρογενής2
πυροδόκος
πυρόδρομον
πυροειδής
πυρόεις
πυροεργής
πυροκαπηλεύω
πυροκλοπία
πυρολαβίς
πυρολόγος
πυρομαντεία
πυρόμαντις
πυρομέτρης
πυροπεμψίφλογος
πυροπίπης
πυροπωλεῖον
πυροπωλέω
View word page
πυροκαπηλεύω
deal in wheat

ShortDef

deal in wheat

Debugging

Headword:
πυροκαπηλεύω
Headword (normalized):
πυροκαπηλεύω
Headword (normalized/stripped):
πυροκαπηλευω
IDX:
77792
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77793
Key:

Data

{'content': 'deal in wheat'}