Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυρνοτόκος
πυροβολέω
πυροβόλος
πυροβόρος
πυρογενής
πυρογενής2
πυροδόκος
πυρόδρομον
πυροειδής
πυρόεις
πυροεργής
πυροκαπηλεύω
πυροκλοπία
πυρολαβίς
πυρολόγος
πυρομαντεία
πυρόμαντις
πυρομέτρης
πυροπεμψίφλογος
πυροπίπης
πυροπωλεῖον
View word page
πυροεργής
working at the fire

ShortDef

working at the fire

Debugging

Headword:
πυροεργής
Headword (normalized):
πυροεργής
Headword (normalized/stripped):
πυροεργης
IDX:
77791
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77792
Key:

Data

{'content': 'working at the fire'}