Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνθυπολείπω
ἀνθυπολογέω
ἀνθυπολογίζομαι
ἀνθυπολογισμός
ἀνθυπόμνυμαι
ἀνθυπονοστέω
ἀνθυποπτεύω
ἀνθυπόρυξις
ἀνθυπορύσσω
ἀνθυπόστασις
ἀνθυποστρέφω
ἀνθυποστροφή
ἀνθυποτείνομαι
ἀνθυποτίθημι
ἀνθυποτιμάομαι
ἀνθυποτίμησις
ἀνθυπουργέω
ἀνθυπούργησις
ἀνθυπουργία
ἀνθυποφαίνω
ἀνθυποφέρω
View word page
ἀνθυποστρέφω
recur

ShortDef

recur

Debugging

Headword:
ἀνθυποστρέφω
Headword (normalized):
ἀνθυποστρέφω
Headword (normalized/stripped):
ανθυποστρεφω
IDX:
7778
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7779
Key:

Data

{'content': 'recur'}