Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πυριχαρής
πυρίχρως
πυρκαεύς
πυρκαιά
πυρκαϊά
πυρκαϊή
πυρκαϊός
πυρκόος
πυρναῖος
πύρνον
πυρνοτόκος
πυροβολέω
πυροβόλος
πυροβόρος
πυρογενής
πυρογενής2
πυροδόκος
πυρόδρομον
πυροειδής
πυρόεις
πυροεργής
View word page
πυρνοτόκος
food-producing
ShortDef
food-producing
Debugging
Headword:
πυρνοτόκος
Headword (normalized):
πυρνοτόκος
Headword (normalized/stripped):
πυρνοτοκος
IDX:
77781
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77782
Key:
Data
{'content': 'food-producing'}