Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πυρίφευκτος
πυριφλεγέθων
Πυριφλεγέθων
πυριφλεγής
πυρίφλεκτος
πυρίφλογος
πυρίφοιτος
πυριφόρος
πυρίχαλκον
πυριχαρής
πυρίχρως
πυρκαεύς
πυρκαιά
πυρκαϊά
πυρκαϊή
πυρκαϊός
πυρκόος
πυρναῖος
πύρνον
πυρνοτόκος
πυροβολέω
View word page
πυρίχρως
fire-coloured
ShortDef
fire-coloured
Debugging
Headword:
πυρίχρως
Headword (normalized):
πυρίχρως
Headword (normalized/stripped):
πυριχρως
IDX:
77772
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77773
Key:
Data
{'content': 'fire-coloured'}