Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυριφεγγής
πυριφερής
πυρίφευκτος
πυριφλεγέθων
Πυριφλεγέθων
πυριφλεγής
πυρίφλεκτος
πυρίφλογος
πυρίφοιτος
πυριφόρος
πυρίχαλκον
πυριχαρής
πυρίχρως
πυρκαεύς
πυρκαιά
πυρκαϊά
πυρκαϊή
πυρκαϊός
πυρκόος
πυρναῖος
πύρνον
View word page
πυρίχαλκον
cupping-instrument

ShortDef

cupping-instrument

Debugging

Headword:
πυρίχαλκον
Headword (normalized):
πυρίχαλκον
Headword (normalized/stripped):
πυριχαλκον
IDX:
77770
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77771
Key:

Data

{'content': 'cupping-instrument'}