Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πυριφανής
πυρίφατος
πυριφεγγής
πυριφερής
πυρίφευκτος
πυριφλεγέθων
Πυριφλεγέθων
πυριφλεγής
πυρίφλεκτος
πυρίφλογος
πυρίφοιτος
πυριφόρος
πυρίχαλκον
πυριχαρής
πυρίχρως
πυρκαεύς
πυρκαιά
πυρκαϊά
πυρκαϊή
πυρκαϊός
πυρκόος
View word page
πυρίφοιτος
walking in fire
ShortDef
walking in fire
Debugging
Headword:
πυρίφοιτος
Headword (normalized):
πυρίφοιτος
Headword (normalized/stripped):
πυριφοιτος
IDX:
77768
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77769
Key:
Data
{'content': 'walking in fire'}