Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πυρισώματος
πυρίτης
πυρίτης2
πυρίτοκος
πυριτρεφής
πυριτρόφος
πυρίτροχος
πυριφανής
πυρίφατος
πυριφεγγής
πυριφερής
πυρίφευκτος
πυριφλεγέθων
Πυριφλεγέθων
πυριφλεγής
πυρίφλεκτος
πυρίφλογος
πυρίφοιτος
πυριφόρος
πυρίχαλκον
πυριχαρής
View word page
πυριφερής
fire-borne
ShortDef
fire-borne
Debugging
Headword:
πυριφερής
Headword (normalized):
πυριφερής
Headword (normalized/stripped):
πυριφερης
IDX:
77761
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77762
Key:
Data
{'content': 'fire-borne'}