Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυρίστακτος
πυριστάτης
πυριστεφής
πυρισφρήγιστος
πυρισχησίφως
πυρισώματος
πυρίτης
πυρίτης2
πυρίτοκος
πυριτρεφής
πυριτρόφος
πυρίτροχος
πυριφανής
πυρίφατος
πυριφεγγής
πυριφερής
πυρίφευκτος
πυριφλεγέθων
Πυριφλεγέθων
πυριφλεγής
πυρίφλεκτος
View word page
πυριτρόφος
cherishing fire

ShortDef

cherishing fire

Debugging

Headword:
πυριτρόφος
Headword (normalized):
πυριτρόφος
Headword (normalized/stripped):
πυριτροφος
IDX:
77756
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77757
Key:

Data

{'content': 'cherishing fire'}