Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πυρίσπαρτος
πυρισπόρος
πυρίσσοος
πυρίστακτος
πυριστάτης
πυριστεφής
πυρισφρήγιστος
πυρισχησίφως
πυρισώματος
πυρίτης
πυρίτης2
πυρίτοκος
πυριτρεφής
πυριτρόφος
πυρίτροχος
πυριφανής
πυρίφατος
πυριφεγγής
πυριφερής
πυρίφευκτος
πυριφλεγέθων
View word page
πυρίτης2
wheaten
ShortDef
of/in fire, pyrite
wheaten
Debugging
Headword:
πυρίτης2
Headword (normalized):
πυρίτης
Headword (normalized/stripped):
πυριτης2
IDX:
77753
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77754
Key:
Data
{'content': 'wheaten'}