Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυρισθενής
πυρισμάραγος
πυρίσπαρτος
πυρισπόρος
πυρίσσοος
πυρίστακτος
πυριστάτης
πυριστεφής
πυρισφρήγιστος
πυρισχησίφως
πυρισώματος
πυρίτης
πυρίτης2
πυρίτοκος
πυριτρεφής
πυριτρόφος
πυρίτροχος
πυριφανής
πυρίφατος
πυριφεγγής
πυριφερής
View word page
πυρισώματος
with body of fire

ShortDef

with body of fire

Debugging

Headword:
πυρισώματος
Headword (normalized):
πυρισώματος
Headword (normalized/stripped):
πυρισωματος
IDX:
77751
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77752
Key:

Data

{'content': 'with body of fire'}