Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνθυπισχνέομαι
ἀνθυποβάλλω
ἀνθυπόδεικτος
ἀνθυποκρίνομαι
ἀνθυπολείπω
ἀνθυπολογέω
ἀνθυπολογίζομαι
ἀνθυπολογισμός
ἀνθυπόμνυμαι
ἀνθυπονοστέω
ἀνθυποπτεύω
ἀνθυπόρυξις
ἀνθυπορύσσω
ἀνθυπόστασις
ἀνθυποστρέφω
ἀνθυποστροφή
ἀνθυποτείνομαι
ἀνθυποτίθημι
ἀνθυποτιμάομαι
ἀνθυποτίμησις
ἀνθυπουργέω
View word page
ἀνθυποπτεύω
to suspect mutually

ShortDef

to suspect mutually

Debugging

Headword:
ἀνθυποπτεύω
Headword (normalized):
ἀνθυποπτεύω
Headword (normalized/stripped):
ανθυποπτευω
IDX:
7774
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7775
Key:

Data

{'content': 'to suspect mutually'}