Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυρίπνοος
πυριρρόθιος
Πύρις
πυρισθενής
πυρισμάραγος
πυρίσπαρτος
πυρισπόρος
πυρίσσοος
πυρίστακτος
πυριστάτης
πυριστεφής
πυρισφρήγιστος
πυρισχησίφως
πυρισώματος
πυρίτης
πυρίτης2
πυρίτοκος
πυριτρεφής
πυριτρόφος
πυρίτροχος
πυριφανής
View word page
πυριστεφής
fire-wreathed

ShortDef

fire-wreathed

Debugging

Headword:
πυριστεφής
Headword (normalized):
πυριστεφής
Headword (normalized/stripped):
πυριστεφης
IDX:
77748
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77749
Key:

Data

{'content': 'fire-wreathed'}