Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυρίπλοκος
πυρίπνευστος
πυριπνέων
πυρίπνοος
πυριρρόθιος
Πύρις
πυρισθενής
πυρισμάραγος
πυρίσπαρτος
πυρισπόρος
πυρίσσοος
πυρίστακτος
πυριστάτης
πυριστεφής
πυρισφρήγιστος
πυρισχησίφως
πυρισώματος
πυρίτης
πυρίτης2
πυρίτοκος
πυριτρεφής
View word page
πυρίσσοος
plucked from the burning

ShortDef

plucked from the burning

Debugging

Headword:
πυρίσσοος
Headword (normalized):
πυρίσσοος
Headword (normalized/stripped):
πυρισσοος
IDX:
77745
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77746
Key:

Data

{'content': 'plucked from the burning'}