Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυριμαχέω
πυριμάχος
πυρινόθριξ
πύρινος
πύρινος2
πυρίπαις
πυριπηγάναξ
πυριπληθής
πυρίπλοκος
πυρίπνευστος
πυριπνέων
πυρίπνοος
πυριρρόθιος
Πύρις
πυρισθενής
πυρισμάραγος
πυρίσπαρτος
πυρισπόρος
πυρίσσοος
πυρίστακτος
πυριστάτης
View word page
πυριπνέων
firebreathing

ShortDef

firebreathing

Debugging

Headword:
πυριπνέων
Headword (normalized):
πυριπνέων
Headword (normalized/stripped):
πυριπνεων
IDX:
77737
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77738
Key:

Data

{'content': 'firebreathing'}