Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πυρίληπτος
πυριμανέω
πυριμάρμαρος
πυριμαχέω
πυριμάχος
πυρινόθριξ
πύρινος
πύρινος2
πυρίπαις
πυριπηγάναξ
πυριπληθής
πυρίπλοκος
πυρίπνευστος
πυριπνέων
πυρίπνοος
πυριρρόθιος
Πύρις
πυρισθενής
πυρισμάραγος
πυρίσπαρτος
πυρισπόρος
View word page
πυριπληθής
full of fire
ShortDef
full of fire
Debugging
Headword:
πυριπληθής
Headword (normalized):
πυριπληθής
Headword (normalized/stripped):
πυριπληθης
IDX:
77734
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77735
Key:
Data
{'content': 'full of fire'}