Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυρικός
πυρίκτιτος
πυριλαμπής
πυρίληπτος
πυριμανέω
πυριμάρμαρος
πυριμαχέω
πυριμάχος
πυρινόθριξ
πύρινος
πύρινος2
πυρίπαις
πυριπηγάναξ
πυριπληθής
πυρίπλοκος
πυρίπνευστος
πυριπνέων
πυρίπνοος
πυριρρόθιος
Πύρις
πυρισθενής
View word page
πύρινος2
of wheat, wheaten

ShortDef

of fire, fiery (red), hot
of wheat, wheaten

Debugging

Headword:
πύρινος2
Headword (normalized):
πύρινος
Headword (normalized/stripped):
πυρινος2
IDX:
77731
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77732
Key:

Data

{'content': 'of wheat, wheaten'}