Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πυρικλόνος
πυρίκμητος
πυρικοίτης
πυρικός
πυρίκτιτος
πυριλαμπής
πυρίληπτος
πυριμανέω
πυριμάρμαρος
πυριμαχέω
πυριμάχος
πυρινόθριξ
πύρινος
πύρινος2
πυρίπαις
πυριπηγάναξ
πυριπληθής
πυρίπλοκος
πυρίπνευστος
πυριπνέων
πυρίπνοος
View word page
πυριμάχος
resisting fire
ShortDef
resisting fire
Debugging
Headword:
πυριμάχος
Headword (normalized):
πυριμάχος
Headword (normalized/stripped):
πυριμαχος
IDX:
77728
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77729
Key:
Data
{'content': 'resisting fire'}