Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πυρίδρομος
πυριέθειρα
πυριήκης
πυριηκής
πυριθαλπής
πυρίθυμος
πυρίκαοι
πυρίκαυστος
πυρικαύτωρ
πυρικλόνος
πυρίκμητος
πυρικοίτης
πυρικός
πυρίκτιτος
πυριλαμπής
πυρίληπτος
πυριμανέω
πυριμάρμαρος
πυριμαχέω
πυριμάχος
πυρινόθριξ
View word page
πυρίκμητος
wrought at
ShortDef
wrought at
Debugging
Headword:
πυρίκμητος
Headword (normalized):
πυρίκμητος
Headword (normalized/stripped):
πυρικμητος
IDX:
77719
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77720
Key:
Data
{'content': 'wrought at'}