Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυριδρακοντόζωνος
πυρίδρομος
πυριέθειρα
πυριήκης
πυριηκής
πυριθαλπής
πυρίθυμος
πυρίκαοι
πυρίκαυστος
πυρικαύτωρ
πυρικλόνος
πυρίκμητος
πυρικοίτης
πυρικός
πυρίκτιτος
πυριλαμπής
πυρίληπτος
πυριμανέω
πυριμάρμαρος
πυριμαχέω
πυριμάχος
View word page
πυρικλόνος
fire-thronging

ShortDef

fire-thronging

Debugging

Headword:
πυρικλόνος
Headword (normalized):
πυρικλόνος
Headword (normalized/stripped):
πυρικλονος
IDX:
77718
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77719
Key:

Data

{'content': 'fire-thronging'}