Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυρίδαπτος
πυριδίνης
πυρίδιον
πυρίδιον2
πυριδρακοντόζωνος
πυρίδρομος
πυριέθειρα
πυριήκης
πυριηκής
πυριθαλπής
πυρίθυμος
πυρίκαοι
πυρίκαυστος
πυρικαύτωρ
πυρικλόνος
πυρίκμητος
πυρικοίτης
πυρικός
πυρίκτιτος
πυριλαμπής
πυρίληπτος
View word page
πυρίθυμος
fiery-spirited

ShortDef

fiery-spirited

Debugging

Headword:
πυρίθυμος
Headword (normalized):
πυρίθυμος
Headword (normalized/stripped):
πυριθυμος
IDX:
77714
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77715
Key:

Data

{'content': 'fiery-spirited'}