Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυριγόνος
πυρίδαπτος
πυριδίνης
πυρίδιον
πυρίδιον2
πυριδρακοντόζωνος
πυρίδρομος
πυριέθειρα
πυριήκης
πυριηκής
πυριθαλπής
πυρίθυμος
πυρίκαοι
πυρίκαυστος
πυρικαύτωρ
πυρικλόνος
πυρίκμητος
πυρικοίτης
πυρικός
πυρίκτιτος
πυριλαμπής
View word page
πυριθαλπής
heated in the fire

ShortDef

heated in the fire

Debugging

Headword:
πυριθαλπής
Headword (normalized):
πυριθαλπής
Headword (normalized/stripped):
πυριθαλπης
IDX:
77713
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77714
Key:

Data

{'content': 'heated in the fire'}