Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυριγενής
πυρίγληνος
πυριγλώχιν
πυριγόνος
πυρίδαπτος
πυριδίνης
πυρίδιον
πυρίδιον2
πυριδρακοντόζωνος
πυρίδρομος
πυριέθειρα
πυριήκης
πυριηκής
πυριθαλπής
πυρίθυμος
πυρίκαοι
πυρίκαυστος
πυρικαύτωρ
πυρικλόνος
πυρίκμητος
πυρικοίτης
View word page
πυριέθειρα
with tresses of fire

ShortDef

with tresses of fire

Debugging

Headword:
πυριέθειρα
Headword (normalized):
πυριέθειρα
Headword (normalized/stripped):
πυριεθειρα
IDX:
77710
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77711
Key:

Data

{'content': 'with tresses of fire'}