Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυριγενέτης
πυριγενής
πυρίγληνος
πυριγλώχιν
πυριγόνος
πυρίδαπτος
πυριδίνης
πυρίδιον
πυρίδιον2
πυριδρακοντόζωνος
πυρίδρομος
πυριέθειρα
πυριήκης
πυριηκής
πυριθαλπής
πυρίθυμος
πυρίκαοι
πυρίκαυστος
πυρικαύτωρ
πυρικλόνος
πυρίκμητος
View word page
πυρίδρομος
fiery in its course

ShortDef

fiery in its course

Debugging

Headword:
πυρίδρομος
Headword (normalized):
πυρίδρομος
Headword (normalized/stripped):
πυριδρομος
IDX:
77709
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77710
Key:

Data

{'content': 'fiery in its course'}