Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυρίβρωτος
πυριγενέτης
πυριγενής
πυρίγληνος
πυριγλώχιν
πυριγόνος
πυρίδαπτος
πυριδίνης
πυρίδιον
πυρίδιον2
πυριδρακοντόζωνος
πυρίδρομος
πυριέθειρα
πυριήκης
πυριηκής
πυριθαλπής
πυρίθυμος
πυρίκαοι
πυρίκαυστος
πυρικαύτωρ
πυρικλόνος
View word page
πυριδρακοντόζωνος
girt with fiery serpents

ShortDef

girt with fiery serpents

Debugging

Headword:
πυριδρακοντόζωνος
Headword (normalized):
πυριδρακοντόζωνος
Headword (normalized/stripped):
πυριδρακοντοζωνος
IDX:
77708
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77709
Key:

Data

{'content': 'girt with fiery serpents'}