Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυρίβρομος
πυρίβρωτος
πυριγενέτης
πυριγενής
πυρίγληνος
πυριγλώχιν
πυριγόνος
πυρίδαπτος
πυριδίνης
πυρίδιον
πυρίδιον2
πυριδρακοντόζωνος
πυρίδρομος
πυριέθειρα
πυριήκης
πυριηκής
πυριθαλπής
πυρίθυμος
πυρίκαοι
πυρίκαυστος
πυρικαύτωρ
View word page
πυρίδιον2
dim. of πυρός, wheat

ShortDef

dim. of πῦρ, fire: spark
dim. of πυρός, wheat

Debugging

Headword:
πυρίδιον2
Headword (normalized):
πυρίδιον
Headword (normalized/stripped):
πυριδιον2
IDX:
77707
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77708
Key:

Data

{'content': 'dim. of πυρός, wheat'}