Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πυρίβλητος
πυριβόλος
πυρίβουλος
πυριβριθής
πυρίβρομος
πυρίβρωτος
πυριγενέτης
πυριγενής
πυρίγληνος
πυριγλώχιν
πυριγόνος
πυρίδαπτος
πυριδίνης
πυρίδιον
πυρίδιον2
πυριδρακοντόζωνος
πυρίδρομος
πυριέθειρα
πυριήκης
πυριηκής
πυριθαλπής
View word page
πυριγόνος
producing fire
ShortDef
producing fire
Debugging
Headword:
πυριγόνος
Headword (normalized):
πυριγόνος
Headword (normalized/stripped):
πυριγονος
IDX:
77703
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77704
Key:
Data
{'content': 'producing fire'}