Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πυριβήτης
πυρίβιος
πυρίβλητος
πυριβόλος
πυρίβουλος
πυριβριθής
πυρίβρομος
πυρίβρωτος
πυριγενέτης
πυριγενής
πυρίγληνος
πυριγλώχιν
πυριγόνος
πυρίδαπτος
πυριδίνης
πυρίδιον
πυρίδιον2
πυριδρακοντόζωνος
πυρίδρομος
πυριέθειρα
πυριήκης
View word page
πυρίγληνος
fiery-eyed
ShortDef
fiery-eyed
Debugging
Headword:
πυρίγληνος
Headword (normalized):
πυρίγληνος
Headword (normalized/stripped):
πυριγληνος
IDX:
77701
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77702
Key:
Data
{'content': 'fiery-eyed'}