Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυριατός
πυριάω
πυριβήτης
πυρίβιος
πυρίβλητος
πυριβόλος
πυρίβουλος
πυριβριθής
πυρίβρομος
πυρίβρωτος
πυριγενέτης
πυριγενής
πυρίγληνος
πυριγλώχιν
πυριγόνος
πυρίδαπτος
πυριδίνης
πυρίδιον
πυρίδιον2
πυριδρακοντόζωνος
πυρίδρομος
View word page
πυριγενέτης
fire-wrought

ShortDef

fire-wrought

Debugging

Headword:
πυριγενέτης
Headword (normalized):
πυριγενέτης
Headword (normalized/stripped):
πυριγενετης
IDX:
77699
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77700
Key:

Data

{'content': 'fire-wrought'}