Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγριοψωρία
ἀγριόω
Ἀγρίππας
Ἀγριππιασταί
ἄγριππος
ἀγρίς
ἀγρίτης
ἀγρίφη
ἀγριώδης
ἀγριωπός
ἀγροβόας
ἀγροβότης
ἀγρογείτων
ἀγροδίαιτος
ἀγροδότης
ἀγρόθεν
ἄγροθι
ἀγροικεύομαι
ἀγροικηρός
ἀγροικία
ἀγροικίζομαι
View word page
ἀγροβόας
rudely shouting

ShortDef

rudely shouting

Debugging

Headword:
ἀγροβόας
Headword (normalized):
ἀγροβόας
Headword (normalized/stripped):
αγροβοας
IDX:
776
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-777
Key:

Data

{'content': 'rudely shouting'}