Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πυρίασις
πυριαστέον
πυριάτη
πυριατήρ
πυριατήριον
πυριατός
πυριάω
πυριβήτης
πυρίβιος
πυρίβλητος
πυριβόλος
πυρίβουλος
πυριβριθής
πυρίβρομος
πυρίβρωτος
πυριγενέτης
πυριγενής
πυρίγληνος
πυριγλώχιν
πυριγόνος
πυρίδαπτος
View word page
πυριβόλος
fiery
ShortDef
fiery
Debugging
Headword:
πυριβόλος
Headword (normalized):
πυριβόλος
Headword (normalized/stripped):
πυριβολος
IDX:
77694
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77695
Key:
Data
{'content': 'fiery'}