Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πυρήφατος
πυρηφόρος
πυρία
πυριάλωτος
πυρίασις
πυριαστέον
πυριάτη
πυριατήρ
πυριατήριον
πυριατός
πυριάω
πυριβήτης
πυρίβιος
πυρίβλητος
πυριβόλος
πυρίβουλος
πυριβριθής
πυρίβρομος
πυρίβρωτος
πυριγενέτης
πυριγενής
View word page
πυριάω
put in a vapor bath
ShortDef
put in a vapor bath
Debugging
Headword:
πυριάω
Headword (normalized):
πυριάω
Headword (normalized/stripped):
πυριαω
IDX:
77690
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77691
Key:
Data
{'content': 'put in a vapor bath'}