Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυρή
πυρήν
πυρηνάδες
Πυρηναῖος
πυρήνεμος
Πυρήνη
πυρηνίδιον
πυρηνοειδής
πυρηνώδης
πυρητόκος
πυρήφατος
πυρηφόρος
πυρία
πυριάλωτος
πυρίασις
πυριαστέον
πυριάτη
πυριατήρ
πυριατήριον
πυριατός
πυριάω
View word page
πυρήφατος
the wheat-slaying

ShortDef

the wheat-slaying

Debugging

Headword:
πυρήφατος
Headword (normalized):
πυρήφατος
Headword (normalized/stripped):
πυρηφατος
IDX:
77680
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77681
Key:

Data

{'content': 'the wheat-slaying'}